- ὑπερτόνῳ
- ὑπέρτονοςstrained to the utmostmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερτονώνω — ὑπερτονῶ, έω, ΝΜΑ [τονῶ / ώνω] νεοελλ. τονώνω πάρα πολύ, δυναμώνω πάρα πολύ αρχ. (αμτβ.) είμαι σε υπερένταση … Dictionary of Greek
υπερτόνωση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπερτονώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερτονώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερτόνωσις, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] … Dictionary of Greek